βροῦκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροῦκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βροῦκος ὁ, Ἀπουλ. (Καλημ.) Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) Κύπρ. - Λεξ. Ψύλλ. Περίδ. Αἰν. Δημητρ. βροῦχος Δαρδαν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Μῆλ. Πάρ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Ἦλ. Καλάβρυτ. Μάν. Μεσσ. Σουδεν.) Ρόδ. Χίος - Λεξ. Κομ. Βλαστ. 437 Πρω. Δημητρ. βρουχὸς Στερελλ. (Ἀράχ.) βροῦχο Τσακων. βροῦgος Πελοπν. (Μεσσ.) βρόχος Κάρπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. βροῦκος, παρ’ ὃ καὶ βροῦχος. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1948) 70-72.

Σημασιολογία

1) Ἡ νεαρὰ ἄπτερος ἀκρὶς τοῦ γένους τοῦ ἀκριδίου (acridium), τῶν ὀρθοπτέρων ἐντόμων, καὶ ἡ κάμπη αὐτῆς, ἰδίως ἀκρίδιον τὸ ἐξωτικὸν (acridium peregrinum) ἔνθ’ ἀν. Συνών. *βολάκριδας, βρούκουλος. 2) Τὸ παράσιτον ἔντομον τῶν κυάμων ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. μυλωνᾶς. 3) Τὸ ἔντομον πρασοκουρὶς (grylotalpa vulgaris) παράσιτον τῶν λαχανικῶν, ἰδίως κρομμύων καὶ πράσων ἔνθ’ ἀν. Συνών. κολοκυθᾶς, κρεμμυδοφάγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/