βρούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρούλα ἡ, Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Φλόγα ἔνθ’ ἀν.: Ἐπῆραν βρούλαν τὰ μαλλία μ᾿ (ἐπῆραν φωτιὰ) Τραπ. Δίγω βρούλαν (καίω) αὐτόθ. Ἐνεφουντούλτσεν ἡ βρούλα (ἐνεφουντούλτσεν = ἐδυνάμωσεν, ηὐξήθη) Χαλδ. Ἐξέβεν ψηλὰ ἡ βρούλα Κοτύωρ. Χαλδ. || Φρ.: Ἡ καρδία μ᾿ βρούλαν ἐβγάλλ’ (= εἶμαι πολὺ λυπημένος). Συνών. λαύρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/