ἀναφάκραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφάκραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναφάκραστος ἐπίθ. ἀμαρτ. ἀναφρούκαστος Κρήτ. ἀνεφρούκαστος Α.Κρήτ. ἀφούκραστος Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἀφακραστὸς<ἀφακράζομαι, παρ᾽ ὃ και ἀφουκράζομαι. Ὁ τύπ. ἀναφρούκαστος κατὰ μετάθ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀκουσθείς, ἀνήκουστος Κάλυμν. 2) Ὁ μὴ ἀκούσας, ἀνήκοος Κάλυμν 3) Ὁ μὴ ὑπακούων, ἀειθὴς Κρήτ. : Ἀναφρούκαστο κωπέλλι. Συνών. κακαφάκραστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA