βρουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρουλίζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρούλα.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Βρουλακίζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐβρούλτσαν τὰ ξύλα Χαλδ. Ἐβρούλτσαν τὰ μαλλία μ’ Κοτύωρ. Ἐβρούλτσεν τὸ χαρτὶν Τραπ. || Φρ. Ἡ καρδία μου βρουλίζει (θλίβομαι) Κερασ. Ἐκάγα κ’ ἐμανίγα κ’ ἐβρούλιξα (ἐστενοχωρήθην) Χαλδ. Β) Μετβ. 1) Κατακαίω καὶ μεταφ. θλίβω Πόντ. (Σταυρ.): Ἐβρούλτσεν τὴν καρδία μ᾿. 2) Ἀπογυμνώνω, τίλλω, Πόντ. (Κερασ.): Βρουλίζω τὰ μαλλία μ’. Βρουλίζω τὸ κλαδὶν (ἀπογυμνώνω αὐτὸ ἀπὸ τὰ φύλλα του). Βρουλίζω δένδρα (συνάγω ὅλους τοὺς καρποὺς αὐτῶν) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA