ἀναφανὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφανὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναφανή ἡ, Κύπρ. Λέσβ. Σκῦρ.-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνεφανὴ Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραουδ 3,50 ἀνιφανὴ Λῆμν. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναφαίνω.
Σημασιολογία
1) Ἀνάφαμα 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ’Σὰν φτάσω ᾿ς τὴν ἀναφανὴν τοῦ χωρκοῦ, ᾽εν-νὰ ρίξω μιˬὰν τουφετὰν Κύπρ. Ἕναν κίν-νημαν ἦρτα ᾿ποὺ τὴν ἀναφανὴν ὡς τὸ χωρκόν αὐτόθ. Ἅμα ’φτάσαμε ᾽ς τ’ν ἀναφανὴ ἀντικρύσαμε τὸ χωριˬὸ Σκῦρ. 2) Ἀνάφαμα 3, ὃ ἰδ., Κύπρ.-ΔΛιπερτ ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Δημητρ.: Ποιημ. ’Ποὺ τὴν λαόναν ’ς τὴν ἀνεφανὴν ἄν δοῦσιν μιˬὰν γερόντισσαν κουτάλιν, ᾿εν-νά ’ν’ ἠ Φωστηροῦ μ᾽ ἕναν ἀρνὶν μὲ τὸ -οινὶν ρεμμένον ’ς τὴν μασκάλην (λαόνα = λαγών, μέρος κοῖλον, ρεμμένος<ρέσσω=περασμένος) ΔΛιπερτ ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Λεσβ. Λῆμν. Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA