βρουχνζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρουχνζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρουχνζω Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) φρουχνζω Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Χαλδ.) βρουχν Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) φρουχν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρούχνα, παρ’ ὃ καὶ φρούχνα.

Σημασιολογία

Εὐρωτιῶ, μουχλιάζω ἔνθ’ ἀν.: Τὰ ψωμία ἐβρουχνίασαν Κοτύωρ. Ἐβρουχνσε τ᾿ ἀπαγκέσ’ ἡ καβουρμὰ (ἐμούχλιασε τ’ ἀπάν’ ἀπάνω τοῦ καβουρδισμένου κρέατος) Ὄφ. Ἐβρουχνσεν τὸ φαεῖ Τραπ. Ἐβρούχνσαν τὰ λώματά μ’ (λώματα = ἐνδύματα) Τραπ. || Φρ. Ὅσον ἐκάτσεν ἀπέσ’ ἐβρουχνίασεν (ἐπὶ ἀνθρώπου μὴ συνηθίζοντος νὰ ἐξέρχετοι τῆς οἰκίας) Κοτύωρ. Συνών. βροχιάζω (Ι) 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/