ἄχνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄχνισμα τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀχνίζω (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐκπομπὴ ἀτμοῦ, ἐξάτμισις σύνηθ.: Τὸ ἄχνισμα τοῦ νεροῦ - τοῦ φαγητοῦ - τῆς θάλασσας κττ. Συνών. ἀμπούριˬασμα. 2) Ἔκθεσις εἰς τὴν ἐπίδρασιν ἀναδιδομένου ἀτμοῦ ἢ καπνοῦ σύνηθ.: Τὸ μάτι ποῦ πονεῖ θέλει ἄχνισμα σύνηθ. 3) Ψήσιμον πράγματός τινος διὰ τοῦ ἰδίου του ἀτμοῦ Λεξ. Δημητρ.: Τὰ μύδιˬα θέλουν ἄχνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA