ἀναφανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναφανὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀνεφανός Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. φανός
Σημασιολογία
Τὸ ἄνω μέρος τῆς καπνοδόχου ἔνθ’ ἀν.: ’Εgρέμισε ὁ ἀναφανὸς ᾿Απύρανθ. Νὰ μοῦ δώσῃς εὐτὸ τὸ μισομέθηρο νὰ τὸ βάλ' ἀνεφανὸ ᾿ς τὸ φοῦρνο μου αὐτόθ. Οἱ καλικατζάροι κατηβαίνουν ἀπ’ τους ἀνεφανούς αὐτόθ. ǁ ᾎσμ. Ἀπίσω ’ς τὸν ἀνεφανό | ἐκρύφτηκα νὰ μὴ φανῶ αὐτόθ. Συνών. ἀναφάντης 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA