ἀχνιστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνιστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχνιστὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀχνιστὲ Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀχνίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ὁ ψηθεὶς διὰ μόνου τοῦ χυμοῦ του χωρὶς νερὸν Θήρ. Τσακων. - Λεξ. Δημητρ.: ’Αχνιστὸ χταπόδι Θήρ. ᾿Αχνιστὰ μύδιˬα αὐτόθ. Καβούριˬα ἀχνιστὰ Λεξ. Δημητρ. Κρίε ἀχνιστὲ Τσακων. 2) Ὁ ἀναδίδων ἀτμὸν σύνηθ.: ᾿Αχνιστὸς καφές. Ἀχνιστὴ σούππα. 'Αχνιστὸ γάλα – πιˬάττο – τσάι - φλιτζάνι κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/