ἀναφαντάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφαντάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφαντάζω Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναφαντάζω.
Σημασιολογία
Εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω πρός τι.: Ἡ κορφὴ τοῦ βράχου ἀναφαντάζει ’σὰν λεˬοντάρι. Συνών μο͜ιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA