ἀχνο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνο-
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Συνθετικό
Τυπολογία
ἀχνο- α΄ συνθετ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἐπιθ. ἀχνός.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετικὸν 1) Μετ᾿ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν ὅτι τὸ ὑπὸ τοῦ β΄ συνθετικοῦ σημαινόμενον εἶναι ὠχρόν, ἀσθενές, ἀμυδρόν, οἷον: ἀχνόκερο, ἀχνοσύννεφο, ἀχνοφέγγαρο, ἀχνόφωτο κττ. β) Μεταφ. πρὸς δήλωσιν τοῦ μὴ ἔχοντος ἰσχύν, ἔντασιν, οἷον: ἀχνογέλιˬο, ἀχνολαλιˬὰ κττ. 2) Μετ’ ἐπιθέτων χρώματος δηλωτικῶν πρὸς δήλωσιν τῆς ἀμυδρότητος αὐτοῦ, οἶον: ἀχνοκίτρινος, ἀχνοκόκκινος, ἀχνόλευκος, ἀχνόξανθος κττ. 3) Μετὰ ρημάτων πρὸς δήλωσιν τῆς ἐλλείψεως ἰσχύος, ἐντάσεως ἐνεργείας (ἔνθα ὡς α΄ συνθετ. πρόκειται τὸ ἐπίρρημα ἀχνά, τὸ δὲ ο ὡς κατ’ ἐξοχὴν συνδετικὸν φωνῆεν), οἷον: ἀχνογελῶ, ἀχνολαλῶ, ἀχνοσβῶ, ἀχνοφαίνομαι, ἀχνοφέγγω κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA