ἀναφαντώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφαντώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφαντώνω Κύθηρ. Μες. ἀναφαντώνομαι Πελοπν. (Γέρμ.) ἀναφαdώνομαι Πελοπν. (Μάν.) ἀναφαντώνουμαι Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φαντώνω.
Σημασιολογία
1) Διασκεδάζω Κύθηρ. Συνών. ξεφαντώνω. 2) Μεσ. ἐκπλήττομαι, ταράττομαι Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.): Ἀναφαντώνεται τὸ μουλάρι Γέρμ. Εἶδα τὴ νύχτα κἄτι νἀ κουνε͜ιέται κι ἀναφαdώθηκα Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατσουλώνω 2 β. β) Ταράττομαι ὑπὸ τρικυμίας, κυμαίνομαι Πελοπν. (Λακων. Μὸν): ᾿Αναφαντώθη ἥ θάλασσα Λακων. ǁ ᾎσμ. Μεσ’ ’ς τοῦ Τσιρίγου τὸ νησί | ποῦ ἀναφαdώθη ἡ θάλασσα κ’ ἔκαμε χοdροκύματα | κ’ ἔπνιξε τὴ bοbάρδα μας Μάν. Συνών. ἀναθεώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA