ἀρμενᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρμενᾶτος ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. ἀρμενάτη Κύθηρ. Νάξ. (Κινίδ.) Ρόδ. ἀρμενᾶτα τά, Ἀμοργ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄρμενο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ διατεταγμένος λοξῶς, ἐπὶ τῶν κηρηθρῶν (ἡ ὑπὸ τῶν μελισσῶν λοξὴ διάταξις τῶν κηρηθρῶν ἐν τῇ κυψέλη κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς τὴν λοξὴν τῶν ἱστίων πλοίου διάταξιν ἀποδίδει περισσότερον μέλι): Ἀρμενᾶτες πίττες Κινίδ. Ρόδ. Κατ’ ἐπέκτασιν δὲ λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν μελισσῶν ποῦ κατασκευάζουν τοιαύτας κηρήθρας καὶ ἐπὶ τῶν περιεχουσῶν κυψελῶν. Ηὗρα τὲς γυψέλες μου ἢ τὲς μέλισσές μου ἀρμενᾶτες Ρόδ. Μέλισσα ἀρμενάτη Κύθηρ. Πβ. ἄρμενο 1δ. 2) Οὐδ. πληθ. οὐσ., εἶδος λευκῶν σύκων Ἀμοργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/