ἀχνογελοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνογελοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνογελοῦσα ἐπίθ. θηλ. ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 112.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀχνογελῶ καὶ τῆς καταλ. -οῦσα.
Σημασιολογία
Ἡ ἐλαφρῶς μειδιῶσα: Ποίημ. Νὰ ἡ ἐκκλησιˬά, πλουμίστε της τὰ πλάγιˬα ἀπάνου ὥς κάτω μὲ ἀχνογελοῦσες Παναγιˬές, μὲ Παναγιὲς θλιμμένες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA