ἀνάφεντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάφεντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάφεντος ἐπίθ. ἀνάφτεdος Τῆν. ἀνάφεντος Κύπρ. Μύκ. Πελοπν. (Γέρμ. Κλουτσινοχ. Τρίκκ.)-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 68-Λεξ. Δημητρ. ἀναφεdος Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μαν) ἀνέφεντος Κύπρ. ἀνήφεdος Παρ ἀλάφεντος Θήρ. ’λάφιντους Μακεδ. (Ζουπάν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν ἐπίθ. ἀνάφεντος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων αὐθέντην, ἀδέσποτος Θήρ. Κύθηρ. Κύπρ. Μακεδ.(Ζουπάν.)Μύκ. Πελοπν (Λακων. Τρίκκ.) -ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Δημητρ. : Σπίτι ἀνάφεdο Λακων. ᾿Ανάφεντα παιδιˬὰ Τρίκκ. Στύλ-λος ἀνάφεντος Κύπρ. ᾿Ανάφεντο καράβι ΚΠασαγιανν ἔνθ’ ἀν. β) Ὁ μὴ ἔχων ἀνώτερον, ἀπόλυτος κύριος Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Ἀφέdη, ἀφέdη, ἀνάφεdε, πέdε βολὲς ἀφέdη γ)’Aνεπιτήρητος Πελοπν. (Γέρμ. Κλουτσινοχ.): Ἄφησε τὰ βόιδα του ἀνάφεντα κιˬ ἐδιˬάηνα ’σὲ ζημία (ἕδιˬάηνα= ἐδιάβησαν, ἐπῆγαν) Γέρμ. Πάει ᾽ς τοὶς δουλε͜ιὲς κιˬ ἀφίνει τὰ παιδία της ἀνάφεντα αὐτοῦ Τὸ ζῷ σιργιˬανάει ἀνάφεντο πέρα τεῖθε Κλουτσινοχ 2) Δυσπειθής,δύστροπος,αὐθάδης Μύκ. Παρ Πελοπν.(Κλουτσινοχ.) Τῆν. : ᾿Ανήφεdο παιδὶ Πάρ. Παιδιˬὰ ἀνάφεντα Κλουτσινοχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/