γεροντομελίτακας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντομελίτακας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντομελίτακας ὁ, ἀμάρτ. γεροdομελίdακας Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μελίτακας, περί τοῦ ὁποίου βλ. Γ. Χατζιδ., Ἁθηνᾶ 29 (1917), 211.

Σημασιολογία

Μύρμηξ μεγαλόσωμος καὶ γηραλέος: Μελίdακα, γεροdομελίdακα, πᾶρε τ᾽ ἀλλάι σου καὶ τὸ κολλάι σου! Ἄμε ᾽ς τὰ ὄρη, ᾽ς τὰ βουνά... ἀπὸ τὸ σπίτι μας κι ἀπὸ gόπο μας νὰ λείπῃς (ἀλλάι συντροφιά, τὸ gόπο = τὸ εἰσόδημα. Ἐκ ἐπῳδ. μαγικῆς κατὰ τῶν μυρμήκων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/