γεροντομόναχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντομόναχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντομόναχος ὁ, ἀμάρτ. γεροdομόναχος Ἴος Κίμωλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. μοναχός.
Σημασιολογία
1) Γεροντολεύτερος, ὃ βλ. Ἴος 2) Ὁ ἱερομόναχος Κίμωλ.: Ἠπήαινε κ᾽ ἤψελ-λε ὁ γεροdομόναχος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA