ἀχνοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχνοκόβω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἴχνος καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
Κόπτω τὸ κάττυμα τοῦ ὑποδήματος: Ἀχνοκόβω τὸ παπούτσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA