ἀχνόκολλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνόκολλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχνόκολλα ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄχνη καὶ κόλλα.
Σημασιολογία
Κόλλα καμωμένη ἀπὸ ἄχνην, ἤτοι λεπτότατον ἄλευρον. Πβ. ἀλευρόκολλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA