ἀνάφλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάφλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάφλα ἡ, Εὔβ. (Κονίστρ. Ὀξύλιθ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ.ἀνάφτω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ.σκοντάφλα< σκοντάφτω.
Σημασιολογία
Ἡ ἀκτινοβολουμένη θερμότης: ᾿Ανάφλα βγέλλει ὁ τόπος ’πὸ τὴ κάψι Κονίστρ. Ἀνάφλα βγέλλει τὸ κορμί του (ἐπὶ τοῦ πυρέσσοντος) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA