γεροντοπαλλήκαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοπαλλήκαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουδέτερο
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντοπαλλήκαρο τό, σύνηθ. γεροντοπαλλήκαρον Πόντ. – Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. γεροdοπαλλήκαρο Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. γιρουντουπαλλήκαρου βόρ. ἰδιώμ. γεροντοπαλ-λήκαρο Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Καρ. (᾽Αλικαρνασ.) ᾽εροdοπαλλήκαρο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. παλληκάρι.
Σημασιολογία
1) Ὁ προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν καὶ παραμείνας ἄγαμος σύνηθ.: Γιὰ νὰ παντρέψῃ τὶς ἀδερφές του, ἀπόμεινε ὁ ἴδιˬος γεροντοπαλλήκαρο σύνηθ. Ὁ Κώστας τσῆ Νικόλαινας εἶχε πέντ᾽ ἀδερφάδες κιˬ ὅσο νὰν τὶς παντρέψῃ, ἔμεινε γεροντοπαλλήκαρο Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς ᾽ς τὸ χωριό μας δυὸ γεροντοπαλλήκαρα Πελοπν. (Δίβρ.) Ἔ᾽ τρία ἀνύπαντρα πιδιˬὰ μιγάλα, γιρουντουπαλλήκαρα Εὔβ. (Ἄκρ.) Δὲν εἶνι παντριμένους αὐτὸς οὑ δικηγόρους, εἶνι γιρουντουπαλλήκαρου Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔνόμιζα τὸ Σαδίλη γεροντοπαλλήκαρου, ἀλλ᾽ ἕνα βράδυ, ποὺ ἄργησε νά ᾽ρθῃ, μάθαμε ἀπ᾽ τὴν παρέα του πὼς εἶχε παντρευτῆ κ᾽ εἶχε καὶ τρία παιδιὰ μεγάλα Δ. Βουτυρ., Ἐπανάστ. ζώων, 166 Καὶ γιˬατὶ τὸ πουλάει τὸ σπίτι της; ρώτησε ὁ Σταῦρος ὁ Κότσυφας, ἕνα γεροντοπαλλήκαρο βαμμένο, μὲ πράσινο φιογκάκι στὸ λαιμὸ (βαμμένο = μὲ βαμμένα μαλλιὰ) Κ. Παρορ., Στ᾽ ἄλμπουρ., 161. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντογιˬός. 2) Γέρων νεανισκευόμενος Πόντ. Συνών. γεροντονιˬὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA