βροχερινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχερινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροχερινὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. βροχερ’νὸς Ἤπ. Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βροχερὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,114 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τῆς βροχῆς προερχόμενος Κέρκ.: Νερὸ βροχερ’νό. 2) Βροχερὸς Ἤπ. Κέρκ.: ᾎσμ. Νά ’ταν ἡμέρα βροχερ’νὴ κ᾿ ἡ νύχτα χιˬονισμένη Ἤπ. Πβ. βροχαδερός, βροχάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/