ἀρμενίζω (ΙΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενίζω (ΙΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμενίζω (ΙΙΙ) ἀμάρτ. ἀρμινίζου Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμένι.
Σημασιολογία
Θυμιατίζω μὲ τὸ φυτὸν χαμαίμηλον ἀσθενῆ πρὸς ἴασιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA