βροχερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροχερὸς ἐπίθ. κοιν. βρουχιρὸς βόρ. ἰδιώμ. βροερὸς Πόντ. (Οἰν.) Κύπρ. βροχτερὸς Κύπρ. βρεσερὸς Μεγίστ. φροχερὸς Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οῦσ. βροχὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

Ἐπὶ χρονικῶν περιόδων ἢ ἀτμοσφαιρικῶν καταστάσεων, καθ᾽ ἃς διαρκῶς ἢ ἐκ διαλειμμάτων βρέχει ἔνθ’ ἀν.: Βροχερὸς καιρὸς-μῆνας-χειμῶνας κττ. Βροχερὴ μέρα. Βροχερὸ κλῖμα κοιν. ‖ Γνωμ. Καὶ τὰ Φῶτα βροχερὰ καὶ τὸ Πάσχα βροχερὸ Θεσσ. Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἄν ἔχωμε Φῶτα φωτερά, τότε θά ’χωμε καὶ Λαμπρὴ φροχερὴ Χίος || Παροιμ. Ἔτυχε ἡ μέρα βροχερὴ κ’ ἡ νύχτα χιˬονισμένη (ἐπὶ ἐκείνων οἰ ὁποῖοι πάντοτε ἀποτυγχάνουν) Αἴγιν. Πβ. βροχαδερός, βροχανός, βροχάρις, βροχᾶτος, βροχερινός, βροχιˬανός, βρόχινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/