βροχὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχὴ ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) βρουχὴ βόρ. ἰδιώμ. βουουχὴ Σαμοθρ. βροὴ Ἀστυπ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) Κύπρ. Καππ. (Σίλ.) βρεὴ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Τραπ. Χαλδ.) βρεσὴ Μεγίστ. βρόχη Κῶς Πάτμ. Πελοπν. (Γορτυν.) βρόχα Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ. Μαντιν.) βροχὸς ὁ, Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Ποτάμ. Σινασσ.) βρεχὸς Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Ποτάμ. Σίλ. Σινασσ. Φάρασ.) βρεχὸ Καππ. (Φερτ.) βρόχος Στερελλ. (Ναύπακτ.) βρέχο Τσακων. βροχὸς τό, Καππ. (Ἀραβάν.) Πληθ. βροχάδες Πελοπν. (Κλουτσιτοχ. Κορινθ.) Κρήτ. Κύθν. –ΣΖαμπελ. ᾎσμ. Δημοτ. 639 βροχάδε Τσακων. βροχάντας τά, Πόντ. (Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) βρεχάντας Καππ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βροχή. Ὁ τύπ. βρόχη κατὰ τὸ στέγνη, δι᾿ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 135. Τὸ βρόχα κατὰ τὸ ξέρα. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 135. Τὸ βρόχος κατὰ τὸ ἥλιˬος. Τὸ βρεὴ κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ βρέχω, δι᾿ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 240 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ. 24 (1912) 29.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ κατὰ σταγόνας πῖπτον ὕδωρ κοιν. καὶ Καπ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Μισθ. Ποτάμ. Σίλ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βροχὴ δυνατὴ-μεγάλη–ψιλὴ-σιγανὴ κττ. Βροχὴ ἀνοιξιˬάτικη-καλοκαιρινὴ-χειμωνιˬάτικη κττ. || Φρ. Ἥλιˬος ἤ βροχὴ (ἐπὶ τῶν παιδιῶν, ὅταν πρόκειται νὰ ὁρισθῇ ποῖος θὰ παίξῃ πρῶτος, λαμβάνει εἷς τῶν παιζόντων μικρὸν ὄστρακον ἢ λίθον καὶ πτύει εἰς τὴν ἑτέραν πλευράν, ἔπειτα ἐρωτᾷ διὰ τῆς φράσεως ἥλιˬος ἢ βροχή, καὶ τὸ ρίπτει πρὸς τὰ ἄνω περιστροφικῶς, κερδίζει δὲ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, ἐπιτυγχάνει τὴν ὄψιν, τὴν ὁποίαν καθώρισε καὶ τὴν ὁποίαν θὰ ἐμφανίσῃ ὁ λίθος πεσὼν εἰς τὸ ἔδαφος) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Ἀρν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ξέρα ἤ βρόχα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. ‖ Παροιμ. Ἔφ’κεν ἀποὺ τὴ βρεσὴν τσ᾿ ἔπ-πεσε ’ς τὴν χολέτρα (ἐπὶ τῶν ἀπὸ τοῦ ἑνὸς κακοῦ εἰς ἄλλο περιπιπτόντων. χολέτρα=ὑδρορρόη τῆς στέγης) Μεγίστ. Βροὴ κιˬ ἀέρας ἔτον (ἐπὶ παροδικῆς λογομαχίας) Κερασ. Βρουχὴ πιρασμέν’ κάππα δὲ χρε͜ιάζιτι Μακεδ. (Νάουσ.) Τὸν ἀγαπάει σὰν τὴ βροχὴ ᾽ς τ᾿ ἁλώνι (ἐπὶ τῶν διακειμένων λίαν δυσμενῶς πρός τινα) Ἤπ. || ᾎσμ. Τοῦ πέφτουν βόλιˬα σὰ βροχή, κανόνιˬα σὰ χαλάζι, τρεῖς μπάλες τοῦ ἐρρίξανε, πικρὲς φαρμακωμένες ΝΠολίτ Ἐκλογ. 57. ’Σ τὰ ριζοβούνιˬα τ᾿ Ἀχονοῦ πολὺς καπνὸς κιˬ ἀντάρα, μήτ᾿ ἀπ᾿ τὰ χιˬόνιˬα τὰ πολλὰ μήτ᾽ ἀπὸ τὲς βροχάδες ΣΖαμπελ. ᾎσμ. Δημοτ. 639. 2) Ἐπιρρηματ. ὡς βροχή, βροχηδὸν κοιν.: Πέφτουν τὰ βόλιˬα-οἱ σφαῖρες βροχὴ κοιν. Πέφτουν βροχὴ οἱ ἐλα͜ιὲς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βροχὴ ἐπέφτανε ἀπάνου μας οἱ πέτρες Κεφαλλ. || Φρ. Βροχὴ πάν τὰ μάτιˬα μου (δακρύζουν βροχηδὸν) πολλαχ. || ᾎσμ. Παίρνω τὸ ἔρημο στρατί, πάν τὰ ματάκιˬα μου βροχή, τὸ στρατί, τὸ μονοπάτι, βάσανα πὄχ’ ἡ--ἀγάπη Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κι ἀπὲ ν’ ἀκούσῃς πόλεμο καὶ κλέφτικο ντουφέκι, βροχὴ τὸ λε͜ιανοντούφεκο, τὰ βόλια σὰ χαλάζι ΣΖαμπέλ. ᾎσμ. Δημοτ. 611.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/