γεροντόπιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντόπιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντόπιˬασμα τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Μεσσην. Τριφυλ.) – Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 577 – Λεξ. Μ. Ἑγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γεροdόπιˬασμα Ζάκ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεροντοπιˬάνω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐξ ἡλικιωμένων γονέων, ἰδιαιτέρως δὲ ἐκ πατρὸς γέροντος γεννηθὲν τέκνον ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Γεροdοπιˬάσματα, παιδιˬὰ τ᾽ς ἀρφάνιˬας (τὰ ἐξ ἡλικιωμένου πατρὸς γεννώμενα τέκνα ἀπομένουν συνήθως ὀρφανὰ εἰς μικρὰν ἡλικίαν) Κεφαλλ. Πβ. καὶ Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τὸ τελευταῖον τέκνον τῆς οἰκογενείας, τὸ οἱονεὶ γεννηθὲν κατὰ τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν τῶν γονέων του – Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Συνών. εἰς λ. γεροντόπαιδο 2α. 3) Ὑβριστικῶς, ἄνθρωπος μὲ καχεκτικὴν ἐμφάνισιν καὶ δύστροπον χαρακτῆρα Ζάκ. – Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA