ἀναφόριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφόριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναφόριν τό, Πόντ. (Οἰν.) ἀναφόρι Κωνπλ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 312 Δημητρ. ἀναφόρ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀναφούρι Μεγιστ. Σύμ. Χίος ἀναφούρ’ Σαμ. Σκοπ. ἀνεφούρι Καρπ Παρ ἀνιφούρ’ Σαμ. ἀνιφόρ.’ Δαρδαν. ᾿νεφούρι Εὔβ. (Χαλκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν οὐσ. ἀναφόριον = αἴτησις, παράκλησις.

Σημασιολογία

1) Ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ροὴ τῶν ὑδάτων, ἀνάρροια Δαρδαν. Θεσσ (Ζαγορ.) Σαμ Σκόπ Χίος-Λεξ. Βυζ. Περίδ. Μπριγκ. 2) Τὸ σημεῖον ἔνθα δύο ἀντίθετα ρεύματα συναντῶνται Κάρπ. β) Πᾶν ρεῦμα θαλάσσιον ἀντίθετον πρὸς ἄλλο Εὔβ. (Χαλκ.) Κωνπλ. Λεξ. Βλαστ. 312. Συνών. ἀνάφορο 2. 3) ᾿Ελαφρὰ ρυτίδωσις τῆς ἐπιφανείας τὴς θαλάσσης ἐπιμένουσα μετὰ τὴν κόπασιν τοῦ ἀνέμου εἴτε ἡ προξενουμένη ἕνεκα τῆς ἀντιθέτου πρὸς τὸ ρεῦμα φορᾶς τοῦ ἀνέμου Μεγιστ Σύμ. Χίος 4) Ἄστατος καιρὸς Παρ V) Ἡ ἕνεκα ζητήσεως ὕψωσις τῶν τιμῶν τῶν προϊόντων Σαμ VΙ) Μέρος κατὰ τὴν παραλίαν μὴ προσβαλλόμενον ὑπὸ τῶν ἀνέμων, ὑπήνεμον Πόντ. (Οἰν.)-Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/