γεροντόπρινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόπρινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντόπρινος ὁ, Λεξ. Βλαστ., 456

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. πρῖνος.

Σημασιολογία

Πρῖνος γηραλέος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/