ἀρμένισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμένισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμένισμα τό, (ΙΙ) Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.) ἀρμένισμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀρμένιγμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ἀργοπορία, βραδύτης Πόντ. (Τραπ.) 2) Ὁ ἐπιλόχιος πυρετὸς ἐκ δαιμονικῆς ἐπηρείας μετὰ συμπτωμάτων παραφροσύνης Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.) Συνών. ἀρμένιˬασμα. β) Κακὸν συμβάν, δυστύχημα Θεσσ. (Ὄλυμπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/