ἀρμενισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρμενισμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀρμε’σμὸς Μύκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω (Ι).

Σημασιολογία

Ἡ πορεία τοῦ πλοίου: Φρ. Δὲν ἔχου ἀρμε’σμὸ οἱ--ἀθρώπ’! (δὲν ἠξεύρουν τί κάμνουν). Συνών. ἀρμενισιˬά, ἀρμένισμα (Ι) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/