ἀρμενιστάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενιστάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμενιστάρι τό, Ζάκ. Κύθηρ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμενίζω (Ι).
Σημασιολογία
Τὸ μαλάκιον ἀρμενίδι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA