ἄρμενο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρμενο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄρμενο τό, ἄρμενον Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ.) ἄρμενο πολλαχ. ἄρμινου βόρ. ἰδιώμ. ἄρμενα τά, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἄρμινα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄρμενον. Πβ. καὶ ΠΠαπαγεωργ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 459 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ., τὰ ἐξάρτια πλοίου, ἱστοί, ἱστία, σχοινία κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Φρ. Βκαίνω᾿ς τ’ ἄρμενα (αἰωροῦμαι ἐπὶ τῆς αἰώρας) Κύπρ. || Παροιμ. φρ. Ἤ στραβά ’ναι τ’ ἄρμενα ἢ στραβ’ ἀρμενίζουμε (ἐπὶ τῆς ἀδεξιότητος καὶ ἀνικανότητος ἐν τῇ ἐκτελέσει ἔργου ἢ ἐπὶ τῆς κακῆς ἐκβάσεως ἔργου) πολλαχ. || Παροιμ. Χωρὶς ἄρμενα καὶ κουπιˬά, ἅι-Νικόλα, βόηθα (πρὸς σωτηρίαν ἐκ κινδύνου ἢ πρὸς ἐπιτυχίαν ἔργου δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ θεία ἐπίκλησις, ἀλλ’ εἶναι ἀναγκαία καὶ ἰδία ἐνέργεια. Πβ. ἀρχ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνεν») Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. Ἄρμενα, κουπιˬὰ | καὶ ’ς τὴν Μπαρμπαριˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐπιχειροῦντος δυσχερὲς ἔργον ἄνευ τῆς προσηκούσης παρασκευῆς καὶ διὰ τοῦτο ἀποτυγχάνοντος ὡς ὁ ἐπιχειρῶν νὰ πλεύσῃ εἰς Βαρβαρίαν μόνα ἐφόδια ἔχων τὰς κώπας καὶ τὰ ἄρμενα. ᾽Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,464) Κεφαλλ. Τ᾽ ἄρμινα ᾽ς τὴ Χιˬὸ τσὶ τὰ κουπιˬὰ ᾿ς τὴ Ρόδου (ἐπὶ ἀκαταστάτου ὁ ὁποῖος δὲν φροντίζει νὰ δέτῃ τὰ πράγματα εἰς τὴν προσήκουσαν θέσιν) Λέσβ. Ἀλλοὶ ποῦ χάσῃ τ’ ἄρμενο κιˬ ὅπου τὸν πάρ’ ἡ νύχτα (ἐπὶ τοῦ ὑποστάντος οἰκονομικὴν πτῶσιν καὶ ἀπολέσαντας τὸν πρότερον ὁμαλὸν ἀπὸ οἰκονομικῆς άπόψεως βίον. ἄρμενο=ἱστὸν) Κύθν. || ᾎσμ. Κάτεργο περνᾷ χρυσοπαλαμισμένο μ᾿ ἄρμενα κουπιὰ καὶ μ᾿ ἄξιˬα παλληκάρια (ἔχον ὡς ἄρμενα τὰς κώπας, πλέον διὰ κωπηλασίας. χρυσοπαλαμισμένο=ἐπιχρυσωμένον) ΝΠολιτ. ’Εκλογ. 145. Παλλήκαρον ὁ Διονὴς, ὁ Διονὴς ἀφέντης, ἐβάλλ’νεν κόπον ’ς σ᾽ ἄρμενα κιˬ ἄνεμον ’ς σὰ καράβ (ἐβάλλ’νεν κόπον᾽ς σ’ ἄρμενα=ἔβαλλε κόπον εἰς τὰ ἄρμενα, ἤτοι ἔπλεε πλησίστιος) Τραπ. β) Τὰ ἐξάρτια τοῦ ἀνεμομύλου Λεξ. Βλαστ. γ) Πληθ. ἄρμενα, τὰ ἐνδύματα Ἤπ. (Κόνιτσ.) δ) Κηρήθρα λοξῶς τοποθετημένη ὑπὸ τῶν μελισσῶν ἐν τῇ κυψέλη (ὡς τὰ λοξὴν διάταξιν ἔχοντα ἱστία) Τῆλ. Πβ. ἀρμενᾶτος 1. ε) Ἡ λοξὴ σφραγὶς τῶν αἰγοπροβάτων Ρόδ. 2) Πλοῖον Βιθυν. Ἤπ. Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κορσ. Κρήτ. Λευκ. Μακεδ. Μεγίστ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) Σιφν κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ.: Ὅλα τ’ ἄρμεν’ ἀρμενίτζουν Σίφν. || ᾊσμ. Ὅλα τ᾿ ἄρμεν’ ἀρμενίζουν μὲ παννιˬὰ καὶ μὲ κουπιˬά, τὸ Ἑλληνικὸ παπώρι ἀρμενίζει μὲ φωτιˬὰ Μάν. ᾽Εβγᾶτε, βάγιˬες μου καὶ βαγιˬοποῦλλες μου, νὰ ἰδῆτε τ’ ἄρμενα πῶς ἀρμενίζουνε Ἤπ. Ἄρμενο περνᾷ χρυσοπαλαμισμένο Ὄλυμπ. 3) Οἰκία μεγάλη ἐκτεθειμένη εἰς τὸν ἄνεμον Λευκ.: Δὲν εἶναι σπίτι αὐτό, εἶναι ἄρμενο. Συνών. ἀρμενάλι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA