ἀναφουφούλιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφουφούλιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναφουφούλιˬασμα τό, ΠΔεκάζ. Τριφύλλ. 10-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναφουφουλιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀναφουφούδιˬασμα, ὃ ἰδ., Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. 2) Βαθεῖα ἐκσκαφὴ τῆς γῆς, διὰ τῆς ὁποίας τὸ χῶμα καθίσταται ἀραιότερον ΠΔεκάζ. ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἀναφουφούλιˬασμα τῆς γῆς ’ς τὸ βάθος κάνει πολὺ καλὸ ᾿ς ὅλα τὰ χωράφιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA