ἀναφράσσω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφράσσω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφράσσω Κρήτ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀναφράσσω.

Σημασιολογία

Φράττω χῶρόν τινα, ἀνεγείρων τοῖχον ἢ ἄλλο φράγμα ἔνθ’ἀν.,: Ἄμε ν᾿ ἀναφράξῃς τὸ σώχωρο, γιˬὰ δὲ θὰ σ’ ἀφήσου bρᾶμα τὰ ἔχνη (ἔχνη = ζῷα) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/