ἀναφρικιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφρικιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφρικιˬάζω ἀμαρτ Μεσ ἀναφρικιˬάζομαι Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φρικιˬάζω.

Σημασιολογία

Φρίττω, φρικιῶ : Σὰ βλέπω αἷμα ἀναφρικιˬάζομαι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατριχιˬάζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/