ἀναφτερακίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτερακίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφτερακίζω Κρήτ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναφτιρακίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεφτερακίζω Α. Κρήτ. ᾽νεφτερακίζω Α.Κρήτ. ’νεφτερακῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φτερακίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Β 1620 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «…καὶ ν’ ὰναφτερακίσου | καὶ νὰ πετάξουν τὸ ζιμιό...»
Σημασιολογία
1) Κινῶν τὰς πτέρυγας ἑτοιμάζομαι πρὸς πτῆσιν, πτερύσσομαι Κρήτ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀναφτεριˬάζω 1, ἀναφτερουγιˬάζω Α 1, ἀναφτερουγίζω. 2) Μεταφ. σκιρτῶ Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Κρήτ.: ᾿Ανάφτιρά’σιν ἅμα ἤκ’σιν ποῦ ἥρτιν οὑ γιˬός τ᾿ς Αἶν. ᾿Νεφτερακεῖ ἡ καρδιˬά μ᾽ Σαρεκκλ. ǁ ᾎσμ. Κιˬ ὅdε θὰ σ’ ἀνεστορηθῶ, κιτρομαdαρινεˬά μου, τότ’ ἀνεφτερακίζουνε τὰ φύλλα τσῆ καρδιˬᾶς μου Α.Κρήτ. Συνών ἀναφτεριˬάζω 5, ἀναφτερουγιˬάζω Β 2, ἀναφτερῶ 2. 3) ᾿Αναλαμβάνω, συνέρχομαι Θρᾴκ (Αἶν.) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA