ἀρμενοκούνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμενοκούνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμενοκούνιν τό, ἀμάρτ. ἀρμενοκούν’ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις καὶ τοῦ οὐσ. κουνίν.
Σημασιολογία
Μικρὰ καὶ ἀτελῶς κατεσκευασμένη κούνια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA