ἀρμενοκούπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενοκούπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρμενοκούπι τό, Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρμενο καὶ κουπί.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ τῶν ἱστίων καὶ τῶν κωπῶν κίνησις τοῦ πλοίου Κρήτ.: ᾎσμ. Ἀρμενοκούπι κάνει μὲ τὴ βιˬάσις ’ς τὸ Νεˬόκαστρο λιμάνι πά’ κιˬ ἀράσσει 2) ᾿Επιρρηματ., ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον, ὁλοταχῶς (διὰ τὴν σημ. ταύτην ἰδ. ΠΛορεντζ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 <1917> Λεξικογρ. Ἀρχ. 159 κἑξ. Πβ. ἀρχ. «ἰστιοκώπῃ πλεῖν» Πολυδ. 1,103) Πελοπν. (Λακων.): Ἀρμενοκούπι φεύγω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/