ἀναφτερουγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφτερουγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφτερουγιˬάζω Θήρ. Κεφαλλ Κύθηρ. Σῦρ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργ. 3,206 ΑΛασκαρατ Ἤθη 237 Α’Εφταλιωτ. Μαζώχτρ. 60-Λεξ. Μπριγκ Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀναφτιρουγιˬάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεφτεουριˬάζω Θήρ. ἀνεφτερουγιˬῶ Σίφν. Μεσ ἀναφτερουγιˬάζομαι Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. φτερουγιˬάζω. Τὸ μέσ. ἀναφτερουγιˬάζομαι καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀναφτερακίζω 1, ὃ ἰδ., Θήρ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Σιφν-ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἄρχισαν κιˬ ἀναφτερουγιˬάζουν τά κλωσσόπουλλα Λεξ. Πρω. Οἱ κόττες ἀναφτερουγιˬάσανε ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ἀν. Ἀνεφτεουριˬάζει τὸ πουλλὶ καὶ θὰ μοῦ φύῃ Θήρ. 2) Κινῶ τὰς πτέρυγας ἐκ φόβου καὶ ταραχῆς ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιημ. Καὶ δρασκελίζουν πεταχτὰ τὴ σιδερένιˬα φράχτη π᾿ ὁλόγυρά τους ἔπηξε, σεισμὸς τὸ πέρασμά τους, τὰ ὄρνεˬα ἀναφτερούγιˬασαν. Συνών. ἀναφτεριˬάζω 2. 3) κάμνω μικρὰ πτέρυγισματα, πετῶ ἀπὸ κλάδου εἰς κλάδον Κεφαλλ. 4) Ἐγκαταλείπω ἐκ φόβου τὴν φωλεάν μου Θρᾴκ. (Αἶν.) Β) Μεταφ. 1) Ἐγκαταλείπω τὴν πατρίδα μου, ἀποδημῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) 2) Ἐνεργ. καὶ μες. σκιρτῶ, ἀναπηδῶ Σῦρ.-Α᾿Εφταλιώτ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀναφτερούγιˬασε ἀπὸ τρόμο ὁ Μιχάλης Α’Εφταλιώτ. ἔνθ’ ᾶν. ᾿Αναφτερουγιˬάστηκε ἀπὸ τὴ χαρά του Σῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναφτερακίζω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/