ἀναφτερούγιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφτερούγιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναφτερούγιˬασμα τό, Κεφαλλ. Σιφν -ΑΛασκαρατ Ἤθη 182-Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναφτερουγιˬάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναφτέριˬασμα 1, ὃ ἰδ., Κεφαλλ. Σίφν. -ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾿ ἀν. : Ἄκουσα κοντά μου ἀναφτερούγιˬασμα ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀναφτέριˬασμα 2, ὃ . ἰδ., Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA