ἀρμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρμένος ἐπίθ. Καππ. ἀρμένους ὁ,Ἤπ. Μακεδ. Θηλ. ἀρμένη Θρᾴκ. ἀρμέ’ Θεσσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Ἀρμένις.

Σημασιολογία

1) Ἀρμενικὸς Καππ.: ᾎσμ. Υἱός μου ’ς σὴν ἀγκάλεˬα μου, φεύγω, βουνὶ ἀνεβαίνω, ᾿ς σὰ δυˬὸ κοιλάδιˬα ἀνάμεσα ἀρμένος γάμος ἔνι. 2) Οὐσ., τὸ φυτὸν χαμαίμηλον Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμένι 1 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/