ἀνάφτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάφτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνάφτω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. ἀνάφτου βόρ. ἰδιώμ. ἀνάτ-τω Ἀπουλ. ἀλάφτω Κεφαλλ ἀνάβω σύνηθ. καὶ Πόντ (Χαλδ.) ἀνάβου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνάφου Μακεδ. (Σνίχ.) Τσακων. ἀνάβγω Κύθν. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Λεξ. Πρω. ἀνάβγου Εὔβ.(Αὐλωνάρ. Κονιστρ Κύμ.) Λέσβ. ἀνάβκω Κύπρ. ’νάφτω ᾿Απουλ. (Καστριν. Καλημ. Στερνατ.) Θρᾷκ. (Σαρεκκλ.) ’νάτ-τω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿νάφκω ᾿Αστυπ. Μετοχ ἀναφτούμενος Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνάπτω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Θέτω πῦρ, ἀπτω, ἀνάπτω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν. Καλημ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: Ἀνάφτω τή φωτιˬὰ-τὸ δᾳδὶ-τὸ λύχνο-τὴ λάμπα-τὰ ξύλα-τὸ φοῦρνο-τὸ ἠλεκτρικὸ-τὸ φῶς κττ. κοιν. Ἀνάβω τὴν ἐκκλησιˬὰ-τὴν Παναγιˬὰ-τοὺς ἁγίους (βραχυλ. ἀντὶ τοὶς καντῆλες τὰ κεριˬὰ τῆς ἐκκλησιˬᾶς κτλ.) Ἁ γουναῖκα ἔνι ἀνάφα τὸ λυχνούτι-τὸ φοῦρνε-τὰ κᾶβα (ἡ γυνὴ ἀνάπτει τὸν λύχνον-τὸν φοῦρνον-τὰ ξύλα) Τσακων. Ἐζάκαμε τζ’ ἀνάβαμε τούρ ἁγίου (ἐπήγαμεν καὶ ἀνάψαμεν κηρία εἰς τοὺς ἁγίους) Τσακων. ǁ Φρ. Ἄναψε-σβῆσε (ἐν ἀκαρεῖ, τάχιστα. Πβ. συνών. φρ. ἄψε-σβἥσε) πολλαχ. Θὰ τούνν ἀνάψου ἕνα κιρι᾿ (θὰ τὸν διαβάλω) Μακεδ. (Σέρρ.) Γλέντι δὲ θὰ δοῦμε, ἂ δὲν τοῦ τ᾽ ἀνάψουμε κιˬ αὐτουνοῦ τὰ καντήλιˬα (ἂν δὲν κάμωμεν καὶ τοῦτον νὰ εὐθυμήσῃ) Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 215. Τὼ ἄναψε μιˬὰ dουφεκεˬά (βραχυλ. ἀντὶ ἄναψε τὸ τουφέκι καὶ τοῦ ἔρριξε μιˬὰ τουφεκεˬὰ) Πελοπν. (Μαν.) Τοῦ τήν ἄναψε ἀποπίσω (τὸν ἐπυροβόλησεν ἐξόπισθεν) Μύκ. Θὰ σοῦ ἀνάψω κἀμμιˬά ! (θὰ σὲ ραπίσω. Συνών. φρ. θὰ σ’ ἀστράψω κἀμμιˬά, θὰ σοῦ σκάσω κἀμμιˬὰ) Σῦρ. Παροιμ. φρ. ’Ανάβ’ φουτιˬὰ χουρὶς ξύλα (διὰ ρᾳδιουργιῶν προκαλεῖ ἔριδας) Αἰτωλ. Ἀναψε κερὶ καί βρές με (ἐπὶ τοῦ ἀπειλοῦντος ὅτι δ' ἀναχωρήσῃ κρυφίως) Πελοπν.(Κάμπος Λακων.) Παροιμ Ἄναφτε τὸ λυχνάρι σου προτοῦ νὰ σ’ εὑρ᾿ ἡ νύχτα (νὰ προνοῇς ἐγκαίρως δι᾿ ἕκαστον ζήτημα) Σιφν. ǁ ᾊσμ. Πο͜ιὸς ἄγγελος νὰ σ᾿ ἔπλασε καὶ δὲν ἔχεις ψεγάδι, νὰντὸν καπνι’ζω μετζουβὶ καὶ νὰ τ᾿ ἀνάφτω λάδι; (μετζουβὶ=μοσχολίβανον) Ρόδ. Οἱ ἄνθρωποι οἱ βρένιμοι πριχοῦ θεν-νὰ μισσέψουν ἀνάβκουν τὰ φανάριˬα τους ὀμπρὸς διὰ νὰ βλέψουν Κύπρ. Σήκω, βάγιˬα, ἄναφ᾽ τὸ κερί, ἄναψε τὸ λυχνάρι Ζάκ. Συνών. ἀνακαρώνω (ΙΙ) Β 1. Καὶ ἀμτβ ἐνεργ καὶ σπανίως μεσ ἐκπέμπω φλόγα, καίομαι, ἀνάπτω κοιν. καί Ἀπουλ.(Καλημ.): Ἀνάφτει ἡ φωτιˬὰ-ἡ λάμπα-τὸ ἡλεχτρικό Ἄναψε ὁ κόσμος ἀπὸ τοῖς ἀστραπές-τούς πυροβολισμούς Ἄναψε τό μαγαζὶ-τὸ σπίτι κττ. (ἐξερράγη ἐν αὐτῷ πυρκαϊά). Κάρβουνα-καντήλιˬα-φῶτα ἀναμμένα κοιν. Δύο κανδῆλαι ᾿ναμμέναι Καλημ. ǁ Φρ. Ἄναψε τὸ τουφέκι-ὁ πόλεμος-ὁ καβγᾶς-τὸ γλέντι-τὸ παιγνίδι-τὸ τραγούδι ἡ δουλε͜ιὰ (ἐξήχθη εἰς ἀκμήν, ἐκορυφώθη) κοιν. Ἄνάψανε τὰ καντήλιˬα του (ἔγινε καταπόρφυρος ἐξ ὀργῆς) σύνηθ. Ἀνάψαν οἱ ποδεˬές της (ἐπὶ γυναικὸς ἡ ὁποία δεικνύει ἀνησυχίαν, δραστηριότητα καὶ σπουδήν, οἰονεὶ τρέχει ὡς ἐὰν ἐκαίοντο τὰ ἐνδύματά της) Σῦρ. Λεξ. Βλαστ 495. Τὸ σπυρί ἀνάβει (εἰναι πολὺ ἐρεθισμένον) αὐτόθ. 395. ᾿Αναμμένο χρέος (τὸ μὴ ἐξοφληθὲν) Ἤπ. Ἀναμμένη φωτιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐξ αἰδοῦς κατερύθρου) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ǁ Παροιμ. Ἄναψ᾿ οὑ γιˬαλός, κάηκαν τὰ ψάριˬα (ἐπὶ τῶν φυσικῶς ἀδυνάτων) Μακεδ. (Πάγγ.) ǁᾊσμ. Δὲ μ᾽ ἔκαψες μὲ τὴ φωθιˬὰ ν᾽ ἀνάψω καὶ νὰ σβήσω, μὰ μ᾽ ἕκαψες μὲ τὸ σεβdά καὶ πῶς θὰ dαγιˬαdίσω; Κρήτ. Σταθῆτε σεῖς, μαῦρα βιˬολιˬά, καὶ σεῖς, μαῦρα λαγοῦτα, ’ς τοῦ πεθεροῦ μου τἠν αὐλὴ βλέπου φανάρι ἀνάβγει Κύμ.-Ποίημ. Μοναχὰ τὸ βράδυ βράδυ σίντα βασιλεύῃ ὁ ἥλιˬος, σίντα ἀνάβωνται τ᾿ ἀστέριˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,42. Συνων ἀνακαρώνω (ΙΙ) Α1 β, ἄφτω, κορώνω, συνών. δὲ τῆς μετοχ ἀναφτός. Τὸ οὐδ. τῆς μετοχ. ἀναμμένο οὐσ., ἀτμόπλοιον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱστιοφόρον Παξ.: Πάει μὲ τ᾿ ἀναμμένα (ὑπηρετεῖ ὡς ναύτης εἰς τὰ ἀτμόπλοια). 2) Μεταφ. ἐξάπτω, ἐξεγείρω, διεγείρω Ἀθῆν.- ΜΜαλακάσ. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 217 : Μᾶς ἄναψε κ᾿ ἔφυγε Ἀθῆν. ǁ Ποιημ Περ’σσότερο ἀπὸ μιˬὰ ἄνοιξι τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει τοῦ χινοπώρου τ᾽ ἄγγισμα ’ς τὰ ὡραῖα σου μαλλιˬὰ ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Γύπαρ πρᾶξ. Α στ. 345 (ἕκδ. ΚΣάθα σ. 198) «᾿δὲ πῶς μοῦ ἐνάψα τὴν καρδιά, «᾿δὲ πῶς μ’ ἐθανατώσα». Καὶ ἀμτβ. ἐξάπτομαι, διεγείρομαι, ἐρεθίζομαι σύνηθ.: Αὐτὸς ἀνάβει μὲ μιˬᾶς-μὲ τὸ τίποτα σύνηθ. Ἀνάφτω ἀπὸ ἀγάπη-ἀπὸ ζήλε͜ια Λεξ. Δημητρ. Σὰν τ᾿ν ἔπιˬασι ἀπ’ τὰ β’ζιˬὰ ἄναψι (κατελήφθη ὑπὸ μανίας ἐρωτικῆς) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ǁ Φρ. Ἄναψι τοῦ τσιφάλι τ᾽ (ἐμέθυσε) Λέσβ. Αὐτὸς τά ᾽’ ἀναμμένα (εἶναι μεθυσμένος) Σαμ ǁ ᾎσμ. Μὴ μὲ τηρᾷς κατάμματα, γιˬατὶ μ’ ἀνάφτει ὁ πόνος, μ᾽ ἀνάφτει κ᾽ ἡ κακὴ. πληγὴ καὶ δὲ μὲ βρίσκ’ ὁ χρόνος Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Μαλάλ. Χρον 180,13 (ἔκδ. Βόννης) «καὶ ἀκούσας ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν περὶ αὐτῆς λόγον ἀνήφθη». β) Κινῶ τινα εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, παροργίζω Εὔβ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ (Καταφύγ.) Μεγαρ κ. ἀ.-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Τὸν ἄναψα μὲ αὐτὰ ποῦ τοῦ εἶπα Λεξ. Πρω. Τὸν ἄναψαν οἱ βρισιˬές σου Λεξ. Δημητρ. Μὲ ἄναψαν τὰ λόγιˬα σου Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μὴ μ’ ἀνάβῃς Μεγαρ Ἄναψι ἡ δίψα τοὺ στ’χε͜ιὸ Ἤπ. Φρ. Μὴ μ᾽ ἀνάφτῃς τὰ κουτάβιˬα (μὴ μ’ ἐρεθίζῃς) Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνατσιγγρίζω. Καὶ ἀμτβ. ἐξοργίζομαι σύνηθ.: Ἄναψα μόλις τὸν εἶδα σύνηθ. Ἦρθε ἀναμμένος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ροδ. Συνών. θυμώνω. 3) κάμνω ν’ ἀναζήσῃ τὸ ὄνομα θανόντος προσώπου δίδων αὐτὸ εἰς βαπτιζόμενον παιδίον Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ. : Ἄναψαν τ’ ὄνομα τοῦ πάππου Λεξ. Δήμητρ. Ἀπόψι θ’ ἀνάψου τ’ ὄνουμα τ᾿ πατέρα μ’ Ἤπ. Συνών. ἀναστένω 2γ. Β) ᾿Αμτβ. 1) ᾿Αποκτῶ μεγάλην θερμότητα, θερμαίνομαι πολὺ ἢ πυρακτοῦμαι κοιν. : Ἀνάβει ἡ γῆς τὸ καλοκαίρι. Ἄναψε ὁ μύλος καὶ δὲν κόβει. Ἄναψε ἀπὸ τὴ ζέστη-τὸν πυρετὸ κοιν. Ἄναψε τὸ στόμα μου ἀπὸ τὴ δίψα. Ἀναμμένο σίδερο σύνηθ. ᾿Ανάβγει ὁ κόσμος (ἐνν. ἀπὸ τὴν ζέστη) Ἀπύρανθ. Ἀνάβγει τό κούτελό του (ἐνν. ἐκ τοῦ πυρετοῦ) αὐτόθ. ǁ Φρ. Ἀνάφτουν ἢ ἀνάβουν τἀ αἵματά μου (ὀργίζομαι) σύνηθ. Ἀνάφτει τ᾿ ἁπαλά μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ. ἁπαλὸ=κεφαλὴ) Σῦρ. Ἄναψε καὶ κάηκε (ἐξωργίσθη σφόδρα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνων ἀνακαρώνω (ΙΙ) Α 1, ἅφτω, κορώνω. Μετοχ. ἀναμμένους=κάθιδρος Μακεδ. (Καταφύγ.): Μὴν πί’ς ἀναμμένους νιρό 2) Πάσχω ζύμωσιν καὶ ἔναρξιν σήψεως ἕνεκα κακοῦ ἀερισμοῦ ἢ συμπιέσεως κοιν. : Ἄναψε τ᾽ ἀλεύρι-τὸ κρέας-τὸ σιτάρι-ὁ μπακαλιάρος. Τυρὶ ἀναμμένο κοιν. ᾿Ανάφτ’ οὑ καπνὸς Στερελλ. (Ἀγρίν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/