ἀναφυλλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναφυλλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναφυλλίζω Χίος-Λεξ. Βλαστ. ἀνεφυλλίζω Κρήτ. (Σητ.) Χίος (Καλαμ. Πυργ. κ. ἀ.) ᾿νεφυλdίζω Ροδ ’νεφυλιdῶ Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναφυλλίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναφυλλιˬάζω 1, ὃ ἰδ., Χίος (Καλαμ. Πυργ. κ. ἀ.)-Λεξ. Βλαστ. :Τό ποτίσαμε τὸ δέντρο κιˬ ἀνεφύλλισε Καλαμ. 2) ᾿Αναφυλλιˬάζω 2, ὃ ἰδ., Κρήτ.(Σητ.) Χίος (Καλαμ. Πυργ. κ. ἀ.) Ροδ : ᾿Ενεφύλιdισεν ἡ καρδιˬά μου κομμάτι Ροδ. Μός τό ’φαγα, ἐνεφύλλισεν ἡ καρδιˬά μου (μός=μόλις) Σητ. Ἡ σημ. καὶ μα Πβ. ’Ακολουθ. Σπανοῦ (ἔκδ. ELegrand Biblioth. 2,38) κἐνεφύλλισεν δαμὶν ἀπὸ τῆς ἀραθυμίας του».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/