ἀρμεξεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεξεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμεξεˬὰ ἡ, Ἄνδρ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σίφν. Σῦρ. Χίος ἀρμεεˬὰ Πελοπν. (Μαζαίικ.) ἀρμεξὰ Εὔβ. Κρήτ. ἀρμιξεˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρμεκχεˬὰ Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμέγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά. Ὁ τύπ. ἀρμεκχεˬὰ Μάν. ἐκ τοῦ *ἀρμεκσεˬὰ μετ᾽ ἀναλελυμένου τοῦ διπλοῦ ξ εἰς κ σ κατὰ τροπὴν τοῦ σ εἰς χ ὡς λέγεται αὐτόθι καὶ ἁρπακχιˬὰ ἐκ τοῦ ἁρπαξιˬά, μαχιὰ ἐκ τοῦ μασιˬὰ κττ.
Σημασιολογία
Ἡ ποσότης τοῦ ἐφάπαξ ἀμελγομένου γάλακτος ἔνθ’ ἀν.: Μιˬὰ ἀρμεξεˬὰ γάλα Ἤπ. Λακων. Κάθε ἀρμεξεˬὰ εἷναι δυˬὸ ὀκάδες Χίος. Συνών. ἀρμεγεˬά, ἀρμεγιδεˬά, ἀρμεξία (ἰδ, ἀρμεξιˬὰ 3), *ἀρμεχτηρεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA