βροχιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βροχιˬὰ ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρόχος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬά˙

Σημασιολογία

Βρόχι (ΙΙ) 2, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Στένω πλακιˬά, στένω βροχιˬὰ νὰ πιˬάσω τὰ περδίκια, μηδὲ λαγούδιν ἔπιˬασα μηδὲ περδίκιν εἶδα (πλακιˬὰ=πλάκα τὴν ὁποίαν στήνουν εἰς τοὺς ἀγροὺς πρὸς σύλληψιν λαγωῶν ἢ πτηνῶν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροχάδα (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/