βροχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροχιˬάζω (ΙΙ) Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Οἰν. Σουδεν.) –Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 172. Πρω. Δημητρ. βροχιˬάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βρουχιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρόχος.
Σημασιολογία
1) Συλλαμβάνω διὰ βρόχου Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Μάν. Οἰν. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) –Λεξ. Βλαστ. 172 Πρω. Δημητρ.: Βροχιˬάζου μὲ τ᾿ άπόχι ἀρδύκιˬα (ὀρτύκια) Κίτ. Μάν. Βροχιˬάζω τὸ βόδι Σουδεν. || ᾎσμ. Μὰ ᾿ώ ’πλυνα κ᾿ ἐπόπλυνα κ᾿ ἤθελε νὰ διαείρω, μὰ βρόχιˬασέ μ’ ὁ κυνηὸς καὶ δὲ bορῶ νὰ φύω (διαείρω=ἐπιστρέψω) Ἀπύρανθ. Τὴν πέρδικα τὴν πλουμιστὴ δὲ μπουρῶ νὰ τὴ βρουχιˬάσου Αἰτωλ. Συνών. βροχαρίζω 1, βροχίζω (ΙΙ) βροχοπιˬάνω. 2) Κάμνω τινὰ ὑποχείριον Λεξ. Αἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA