ἀχνόποδας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνόποδας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχνόποδας ὁ, ἀμάρτ. ἀχνάποδας Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἴχνος καὶ τοῦ οὐσ. πόδι.
Σημασιολογία
Τὸ πέλμα τοῦ ποδὸς ὡς μέτρον μήκους: Εἶναι ἕνας ἀχνάποδας καὶ τρία δάχτυλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA