ἀχνόποδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχνόποδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀχνόποδο τό, Μύκ. ’χνόποδο Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἴχνος καὶ πόδι.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἀποτύπωσις τοῦ πέλματος τοῦ ποδός, ἴχνος Μύκ. Συνών. ἀχνάρι 1. 2) Αἱ φυσικαὶ ἰδιότητες, αἱ συνήθειαι, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀτόμου Νάξ. (Απύρανθ.): Κακὸς εἶναι ’ς τὸν ξένο κόσμο, μὰ 'ὼ ἤπηρα τὰ 'χνόποδά dου καὶ δὲ μαλώνομε bοτές. Ἤσωσε g’ ἤμαθα τὰ ’χνόποδά dου κ᾿ εἶν᾿ ἕναν ἀρνὶ ’ς τὰ χέριˬα μου τὸ μουλάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/