γεροντοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντοσύνη ἡ, Κύπρ. γιρουdουσύν᾽ Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Πληθ. γεροντοσύνιˬα τά, Κύπρ. γιρουdουσύνιˬα Θεσσ. (Κακοπλεύρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –σύνη.

Σημασιολογία

Ὁ πληθ. κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ οὐδ. συνών. γεράματα, γέρατα, γερατειˬά, γεροντάματα. Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικὴ ἡλικία ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Λεφτοπεῖνα, λεφτοδίψα, ἔν᾽ κατὴ γεροντοσύνη (τὸ γῆρας, ὅταν συνοδεύται μὲ πεῖνα καὶ δίψα, ἔστω καὶ ὀλίγη, εἶναι κακόν) Κύπρ. || ᾌσμ. Ἦσουμ μιτὺς τζ᾽ ἐμιˬάλυνες, κακὸν ταὶ ᾽εμ-μοῦ ποῖσες, τώρα ᾽ς τὰ γεροντοσύνιˬα σου κακὸν ᾽εν νᾶ μοῦ ποίσῃς; αὐτόθ. Τζ᾽ ὅταν ἤσουν τριῶν γρονῶν, ἐκαβαλλίτευκά σου ταὶ τὰ γεροντοσύνιˬα σου ᾽ὲν νὰ μὲ φαραντίσῃς; (φαραντίσῃς = κατακρημνίσῃς) αὐτόθ. Μαῦρε μου μαυρογόνατε, μαῦρε μ᾽ ἀνεμοπόδα, εἰς τὲς γεροντοσύνες σου κακὸν ᾽ὲν νὰ μοῦ κάμῃς; αὐτόθ. Κὶ τώρα ᾽ς τὰ γιράματα κὶ ᾽ς τὶς γιρουdουσύνις γυρεύ᾽ νὰ πάῃ-ν-ἀρματουλός, ἀρματουλὸς κὶ κλέφτης Καλαμπάκ. Κὶ τώρα ᾽ς τὰ γιράματα κὶ ᾽ς τὰ γιρουdουσύνιˬα πῆρα μνιˬὰ σκλάβ᾽ Ἀρμένισσα μαζὶ τὸν ὑγιˬό της Κακοπλεύρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/