ἀναφωτάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφωτάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναφωτάρα ἡ, ἀμάρτ. ἀνεφωτάρα ᾿Αμοργ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. φωτάρα.
Σημασιολογία
1) Ζωηρὰ φλὸξ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Τά κλαδιˬὰ κάνουν ἀνεφωτάρες. Συνών. λαμπούδα, λαμπρός. 2) Ἡ πυρὰ τὴν ὁποίαν ἀνάπτουν καὶ ὑπερπηδοῦν οἱ παῖδες κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Ἰουνίου, παραμονῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ᾿Αμοργ.: Ἐσαρτάρισα τὴν ἀνεφωτάρα. Συνών. φανός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA